πεζοτράγουδο

πεζοτράγουδο
το
μικρό λυρικό κομμάτι γραμμένο σε μορφή πεζού λόγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • Φορ, Πολ — (Fort, 1872 – 1960). Γάλλος ποιητής. Στην ποίησή του ακολούθησε τις αισθητικές αντιλήψεις των συμβολιστών. Παράλληλα με την ποιητική του δραστηριότητα, ίδρυσε το 1890 το Θέατρο Τέχνης και το 1905 το περιοδικό Στίχος και πρόζα, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”